26 Οκτ 2012

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1912-2012 EKATO ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ;


«Μου αρέσει υπερβολικά αυτή η πόλις, ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ό,τι ανήκει σε μας!»
Αθηναίος πολιτικός όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη το 1913


  • Εκατό χρόνια από την Απελευθέρωση…
  • Εκατό χρόνια Εξάρτησης από το Κέντρο…
  • Εκατό χρόνια από την Δημιουργία των Δυτικών Συνοικιών…


To 2012 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τότε που η ασιατική ομίχλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποσύρθηκε από το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι των Βαλκανίων και της Μεσογείου: τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη συμπληρώνει έναν αιώνα απελευθέρωσης και ενσωμάτωσης στην Ελλάδα και ταυτόχρονα έναν αιώνα κοσμογονικών εθνολογικών ανακατατάξεων, απομόνωσης, περιφρόνησης και εξάρτησης από το Κέντρο: την Αθήνα. Συμπληρώνει παράλληλα κι έναν αιώνα από την ίδρυση των Δυτικών Συνοικιών, που ξεκίνησαν τη διαδρομή τους ως προσφυγικοί συνοικισμοί οι οποίοι φιλοξένησαν τους ξεριζωμένους Έλληνες της Μικρά Ασίας, του Πόντου και της ανατολικής Θράκης κ.α. –γειτονιές αρχικά της εργατικής τάξης– για να εξελιχθούν σε οργανικά τμήματα του σημερινού πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, ο πληθυσμός του οποίου ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο κατοίκους.

Λίγες Σταγόνες Ιστορίας…
Κτισμένη πριν από 2.327 χρόνια (το 315 π.Χ.), όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος ένωσε τα 26 διάσπαρτα «πολίσματα» που υπήρχαν στην περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου, η πόλη της Θεσσαλονίκης έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ιστορικό, οικονομικό και πολιτιστικό ρόλο σε ολόκληρη την περιοχή. Μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ. η Θεσσαλονίκη ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Βαλκανίων, το σπουδαιότερο λιμάνι απ’ όπου διέρχονταν και η περίφημη Via Egnatia (Εγνατία Οδός). Μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. είχε κηρυχθεί «ελεύθερη πόλη» και γνώρισε μεγάλη ακμή, φιλοξενώντας ακόμη και τα ανάκτορα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Γαλέριου. Κατά την περίοδο του Βυζαντίου η Θεσσαλονίκη –η πόλη του Κυρίλλου και Μεθοδίου, εκχριστιανιστών των Σλάβων– ήταν η δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, φτάνοντας σε μεγάλη ακμή στις αρχές του 14ου αιώνα με τον πληθυσμό της να ξεπερνά τις εκατό χιλιάδες κατοίκους, διπλάσιο από το Παρίσι εκείνης της εποχής.
Η κατάκτηση της πόλης απ’ τους Οθωμανούς, το 1430, δημιούργησε νέα δεδομένα. Με την εγκατάσταση μουσουλμάνων και με τον ερχομό των Ισπανοεβραίων το 1492 η Θεσσαλονίκη απέκτησε έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, έγινε ένα οθωμανικό διοικητικό κέντρο, με πολλές κοινότητες (Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι), έχοντας τα χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου μιας οθωμανικής πόλης, με κατάλοιπα βυζαντινού, ρωμαϊκού και ελληνιστικού παρελθόντος. Η ακμή της συνεχίστηκε και τον 16ο κα 17ο αιώνα ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς βρισκόταν στο σημείο όπου διασταυρωνόταν τα δύο μεγαλύτερα δίκτυα κυκλοφορίας της περιοχής, το χερσαίο και το θαλάσσιο. Σ’ αυτό το συνετέλεσε και η ισχυρή παρουσία του –γνωστού για το «εμπορικό του δαιμόνιο»– εβραϊκού στοιχείου, που το 1914 αριθμούσε 90.000 σε μια πόλη 170.000 κατοίκων.

Από την Απελευθέρωση στην Εξάρτηση
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό στις 26 Οκτωβρίου του 1912 και η ένταξή της στο ελληνικό κράτος, άνοιξαν μια νέα σελίδα στην ιστορία της πόλης. Η εγκατάσταση στην πόλη περισσότερων από 160.000 Ελλήνων προσφύγων από περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ανάμεσα στο 1912 και το 1922), ενίσχυσαν το ελληνικό στοιχείο καθιστώντας το και δημογραφικά κυρίαρχο στην πόλη. Η αποχώρηση των Μουσουλμάνων κατοίκων της, που ολοκληρώθηκε το 1924, και ο εκτοπισμός και η εξόντωση από τους Ναζί κατακτητές το 1943 της συντριπτικής πλειονότητας των Σαλονικιών Εβραίων, είχαν ως παράπλευρο αποτέλεσμα τον εξελληνισμό της πόλης –καθώς και πολλά τραύματα αλλά και «φαντάσματα» στο συλλογικό ασυνείδητο των Θεσσαλονικιών. Το οθωμανικό αστικό τοπίο της χάθηκε, ως συνέπεια και της Μεγάλης Πυρκαγιάς του 1917. Τα σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστο Εμπράρ φιλοδοξούσαν να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη «μαργαριτάρι της Μεσογείου» και σύγχρονη μεγαλούπόλη. Δεν ευοδώθηκαν όμως κι έτσι επικράτησε η πολεοδομική αναρχία, που οδήγησε στο σημερινό τσιμεντομουσαμά. Οι προσφυγικές γειτονιές στα Δυτικά, που τη δεκαετία του 1920 αποκαλούνταν περιφρονητικά «τενεκέ μαχαλά» από τους ντόπιους, χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να μετατραπούν σε τακτοποιημένα προάστια και στη συνέχεια σε αστικές περιοχές, χωρίς ωστόσο τα προβλήματα τους να εκλείψουν.
Μετά την απελευθέρωσή της η Θεσσαλονίκη απώλεσε τη μεγάλη βαλκανική της ενδοχώρα και η επιρροή της περιορίστηκε στην παραλιακή ζώνη που αντιπροσώπευαν η ελληνική Μακεδονία και Θράκη. Μια ζώνη αρκετά μικρή για μια τόσο σπουδαία πόλη, αλλά αρκετή για να μην της επιτρέψει να παρακμάσει εντελώς. Η χαριστική βολή ωστόσο δόθηκε μετά το 1945, με την υπαγωγή των βόρειων Βαλκανίων στο λεγόμενο «Κομμουνιστικό Μπλοκ», πράγμα που οδήγησε επί 45 χρόνια στην αποκοπή της πόλης από τη φυσική και ζωτική βαλκανική της ενδοχώρα. Έτσι η Θεσσαλονίκη, αν και έζησε μια σημαντική βιομηχανική και αστική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1960, μετατράπηκε από κέντρο των Βαλκανίων σε μια «συνοριακή πόλη», 65 μάλιστα χιλιόμετρα κοντά στο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Όλο αυτό το διάστημα η πόλη διήγε ένα βίο πολιτικών αναταραχών (π.χ. η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη), εξάρτησης και υποδούλωσης στην πρωτεύουσα. Όπως επισημαίνει εύστοχα και ο Έλληνας καθηγητής Γεωπολιτικής Γιώργος Πρεβελάκης: «Η συμπεριφορά του αθηναϊκού πολιτικού κατεστημένου έναντι της Θεσσαλονίκης, μετά το 1922, δίνει μια ιδέα του τραυματισμού που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή και του αισθήματος αβεβαιότητας που επικράτησε στην Ελλάδα». Είναι αλήθεια πως τόσο ο Εμφύλιος Πόλεμος, όσο και ο Ψυχρός Πόλεμος επηρέασαν την πολιτική συμπεριφορά και την ψυχολογία κυρίως των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας γενικότερα, που είχαν ξεριζωθεί και τραυματιστεί κι αισθάνονταν μια ανασφάλεια σχετικά με την εγγύτητα της πόλης τους με τις κομμουνιστικές χώρες. Αυτή την ανασφάλεια και τους φόβους εκμεταλλεύτηκε η ντόπια συντηρητική ελίτ προκειμένου να επιβάλει την κυριαρχία της στην πόλη, καλλιεργώντας στους Θεσσαλονικείς μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα κάστρου υπό πολιορκία.

Το «Άνοιγμα» της Βαλκανικής Ενδοχώρας
Μετά το 1990 η διάλυση του «Κομμουνιστικού μπλοκ» και της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή επανένωση της Ευρώπης, δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη νέες ευκαιρίες να επανασυνδεθεί με την ενδοχώρα της και να ανακτήσει έτσι τον σπουδαίο γεωιστορικό της ρόλο. Ωστόσο οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία (1991-1995) και η διαμάχη με τα γειτονικά Σκόπια για το όνομα Μακεδονία, συντηρούσαν μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και δεν επέτρεπαν τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα κατ’ επέκταση να εκδιπλωθεί γεωοικονομικά στα Βαλκάνια. Τη νέα αυτή πολεμική ατμόσφαιρα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η ντόπια εθνολαϊκιστική ελίτ (πολιτικοί, ιεράρχες κ.α.) προκειμένου να επιβάλει εκ νέου μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στην πόλη εμποδίζοντας την να επανακτήσει το φυσικό της ρόλο στα Βαλκάνια. Κυριάρχησαν έτσι εσωστρεφείς φωνές ενός ιδιότυπου εθνολαϊκισμού, που αντί να ανοίξει απομόνωσε, όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη αλλά ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και μαζί δυνάμεις και ευκαιρίες.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ασφυκτική εξάρτησή της από την Αθήνα, δεν επέτρεψαν στη Θεσσαλονίκη να ανοιχτεί άφοβα προς τα Βαλκάνια και να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες που εμφανίζονται μια φορά στη διάρκεια του αιώνα. Το «άνοιγμα» της ενδοχώρας πραγματοποιήθηκε με δειλά βήματα, ενώ η πόλη είδε την ανεργία της να αυξάνει γεωμετρικά με τη φυγή ντόπιων επιχειρήσεων εντάσεως εργασίας προς τις γειτονικές της χώρες με φτηνά εργατικά χέρια και χαμηλή φορολογία. Από την άλλη ο λαός της Θεσσαλονίκης, όντας ένα βήμα πιο μπροστά από τις πολιτικές ελίτ της πόλης, δημιούργησε τις δικές του ανθρώπινες γέφυρες επικοινωνίας και διασύνδεσης με τα Βαλκάνια οι οποίες χρειάζονται βάθος χρόνου για να αποδώσουν.
Βρισκόμαστε πλέον στο 2012,  εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα, που βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Η Θεσσαλονίκη υφίσταται από κάθε άποψη τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης, με έντονη αποβιομηχάνιση, κλείσιμο και φυγή επιχειρήσεων και την ανεργία των κατοίκων της να έχει εκτοξευθεί σε στρατοσφαιρικά ύψη. Οι ευκαιρίες ωστόσο συνεχίζουν να υπάρχουν. Ζούμε, βλέπετε, σε μια γωνιά του κόσμου όπου οι ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές των γειτόνων μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες στις ελληνικές επιχειρήσεις και όχι μόνο. Χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις στον τομέα της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του λιανικού εμπορίου, των τροφίμων, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, της υγείας, της εκπαίδευσης κλπ. επεκτείνουν δυναμικά την παρουσία τους και τις δραστηριότητές τους στις χώρες αυτές. Οι γειτονικές μας χώρες έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα πολύ χαμηλότερο σε σχέση με αυτό της Ελλάδος και, συνεπώς, θα αναπτυχθούν ταχύτατα τα επόμενα είκοσι χρόνια. Στα χρόνια που έρχονται η Θεσσαλονίκη και η περιφέρεια της θα αποκομίσει τεράστια οφέλη τόσο στον τομέα του τουρισμού, όσο και του εμπορίου, των υπηρεσιών και της ενέργειας. Η Θεσσαλονίκη, που είναι και η μεγαλύτερη πόλη των Βαλκανίων που δεν είναι πρωτεύουσα (άλλο ένα στοιχείο του φυσικού δυναμισμού της), είναι κομβική πόλη όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρων των Βαλκανίων. Είναι η πύλη των Βαλκανίων προς τη Μεσόγειο και οι Δυτικές Συνοικίες αποτελούν διαχρονικά την πύλη της Θεσσαλονίκης προς την ενδοχώρα της.
Μετά από «εκατό χρόνια μοναξιάς» αρχίζει ένας νέος αιώνας για τη Θεσσαλονίκη. Με αισιοδοξία κι ευελιξία, καινοτομίες κι εργατικότητα, οι Θεσσαλονικείς, θα πρέπει άφοβα να ξανοιχτούν για να κατακτήσουν το μέλλον. Άλλωστε η Ιστορία και η Γεωγραφία συνωμοτούν για να τα καταφέρουν…


Του Γιώργου Στάμκου






Πηγή: zenithmag.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ